στήνομαι

στήνομαι
στήνομαι, στήθηκα, στημένος βλ. πίν. 2

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιστηλούμαι — όομαι, Α στήνομαι ολόγυρα με τη μορφή στηλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στηλοῦμαι «στήνομαι, ιδρύομαι» (< στήλη)] …   Dictionary of Greek

  • στήνω — και στένω και σταίνω Ν 1. βάζω κάτι όρθιο, τοποθετώ κάτι με τρόπο ώστε να στέκεται όρθιο («στήνω το κοντάρι τής σημαίας») 2. εγκαθιστώ, ανεγείρω («οι σεισμόπληκτοι έστησαν καλύβες») 3. ιδρύω («μαζεύτηκαν οι τρεις τους και έστησαν μια εταιρεία») 4 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”